Ημέρα της Δίψας
Ημέρα της Δίψας | |||
---|---|---|---|
Ισλαμική κατάκτηση της Υπερωξειανής | |||
Η Υπερωξειανή τον 8ο αιώνα | |||
Χρονολογία | 724 μ.Χ. | ||
Τόπος | Χουτζάντ (σημ. Τατζικιστάν) | ||
Έκβαση | Νίκη των Τουργκές | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Η «Ημέρα της Δίψας» (αραβικά: ﻳﻮﻢ ﺍلعطش, Yawm al-aṭash) είναι η παραδοσιακή ονομασία, στην αραβική ιστοριογραφία, της μάχης που δόθηκε το 724 μεταξύ των Αράβων του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών και του τουρκικού χαγανάτου των Τουργκές στις όχθες του ποταμού Ιαξάρτη (Συρ Νταρυά), στην Υπερωξειανή (στο σημερινό Τατζικιστάν). Ο στρατός των Ομεϋαδών, υπό τον Μουσλίμ ιμπν Σαΐντ αλ-Κιλαμπί, είχε εκστρατεύσει στην Κοιλάδα της Φεργάνα όταν έμαθε ότι οι Τουργκές προέλαυναν εναντίον τους. Αμέσως οι Άραβες ξεκίνησαν μια εσπευσμένη υποχώρηση προς τον Ιαξάρτη, παρενοχλούμενοι από το τουρκικό ιππικό. Μετά από πορεία 11 ημερών, οι Άραβες έφτασαν στον ποταμό, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με τους Τουργκές όσο και με τις δυνάμεις των ντόπιων ηγεμόνων της Υπερωξειανής. Παρ’ όλα αυτά, οι Άραβες κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να διασχίσουν το ποτάμι, καταφεύγοντας στο Χουτζάντ. Η ήττα όμως των Ομεϋαδών οδήγησε στην κατάρρευση της ισλαμικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος της περιοχής, που έκτοτε, μέχρι το 740 περίπου, αποτέλεσε μήλον της έριδος μεταξύ Αράβων και Τουργκές.
Υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περιοχή της Υπερωξειανής είχε κατακτηθεί από τους Μουσουλμάνους υπό τον Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ κατά το χαλιφάτο του Ουαλίντ Α' (705-715), ως επακόλουθο της κατάκτησης της Περσίας και του Χορασάν στα μέσα του 7-ου αιώνα.[1][2] Η αφοσίωση των γηγενών ιρανικής και τουρκικής καταγωγής πληθυσμών στους νέους επικυριάρχους τους όμως παρέμενε αμφίβολη, και ήδη το 719 έστειλαν πρεσβεία στους Κινέζους και τους υποτελείς σε αυτούς Τουργκές αιτούμενοι βοήθεια κατά των Μουσουλμάνων.[3] Σε απάντηση, το 720 οι Τουργκές άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις, και οι Σόγδιοι άρχισαν να εξεγείρονται κατά του Χαλιφάτου. Αυτές οι πρώτες εξεγέρσεις κατεστάλεισαν με βάναυσο τρόπο από τον άραβα κυβερνήτη του Χορασάν, Σαΐντ ιμπν Αμρ αλ-Χαρασί, ο οποίος αποκατέστησε τα όρια της ισλαμικής εξουσίας σχεδόν εκεί όπου τα είχε φτάσει ο Κουτάυμπα, με την εξαίρεση της Κοιλάδας της Φεργάνα, που αποτίναξε την αραβική κυριαρχία.[4][5]
Εκστρατεία στην Φεργάνα και η «Ημέρα της Δίψας»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 723, ο αλ-Χαρασί αντικαταστάθηκε από τον Μουσλίμ ιμπν Σαΐντ αλ-Κιλαμπί, που αποφάσισε, κατά το τέλος του επόμενου έτους, να εξαπολύσει εκστρατεία για ανακατάληψη της Φεργάνα. Η εκστρατεία συνάντησε δυσκολίες ήδη από την αρχή της, όταν έφτασαν νέα για την άνοδο στον θρόνο ενός νέου χαλίγη, του Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ (723-743), και τον διορισμό ως κυβερνήτη του Ιράκ (και αντιβασιλέα της ανατολής) του Χάλιντ αλ-Κασρί. Το γεγονός αυτό ώθησε στην επιφάνεια τις φυλετικές διαμάχες των Αράβων του Χορασάν: οι Υεμενίτες (νότιοι Άραβες)[6] του Μπαλχ αρχικά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, περιμένοντας ότι ο αλ-Κιλαμπί (του οποίου η φυλή ανήκε στους βόρειους Άραβες) θα ανακαλούνταν άμεσα από το νέο καθεστώς.[7] Μόνο αφού ο Νασρ ιμπν Σαγιάρ οδήγησε μια δύναμη Μουδαριτών (βόρειοι Άραβες) ενάντιά τους, δέχτηκαν οι Υεμενίτρες να ενωθούν με τον στρατό του αλ-Κιλαμπί. Η εκστρατεία έλαβε τελικά την ευλογία του Χάλιντ αλ-Κασρί, ο οποίος έγραψε στον αλ-Κιλαμπί να συνεχίσει να ασκεί διοίκηση μέχρι την άφιξη του αντικαταστάτη του, του αδερφού του Χάλιντ, Άσαντ. Παρόλα αυτά, 4.000 στρατιώτες της υεμενίτικης φυλής των Αζντ αποσύρθηκαν από το αραβικό στράτευμα.[8][9][10]
Ο αλ-Κιλαμπί οδήγησε τον στρατό του κατά μήκος του Ιαξάρτη στη Φεργάνα, και έθεσε την πρωτεύουσά της υπό πολιορκία, ενώσω οι άντρες του δήωναν την τριγύρω περιοχή. Σε αυτό το σημείο οι Άραβες έμαθαν ότι ο χαγάνος των Τουργκές, Σουλούκ, ερχόταν αυτοπροσώπως εναντίων τους με έναν ανώτερο σε δύναμη στρατό. Εγκαταλείποντας την πολιορκία, ο αραβικός στρατός υποχώρησε τόσο γρήγορα που οι πηγές αναφέρουν ότι κάλυψε σε μια μέρα τόση απόσταση, όση κανονικά σε τρεις.[10][11][12] Τη δεύτερν μέρα, αφού οι Άραβες διέσχισαν τον ποταμό Ουάντι ασ-Σουμπούχ, οι Τουργκές τους έφτασαν, και επιτέθηκαν σε ένα δευτερεύον στρατόπεδο που ο Αμπνταλλάχ ιμπν Αμπί Αμπνταλλάχ είχε στήσει ξέχωρα από το κυρίως αραβικό στράτευμα. Οι Άραβες και οι Σόγδιοι σύμμαχοί τους υπέστησαν βαριές απώλειες, ανάμεσά τους και τον αδελφό του ηγεμόνα της Σαμαρκάνδης, Γουράκ, αλλά κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση.[10][13]
Οι Άραβες συνέχισαν την υποχώρησή τους για οχτώ ακόμα μέρες, κατά τις οποίες συνεχώς υφίσταντο τις επιδρομές του τουρκικού ιππικού. Την ένατη μέρα, οι Άραβες έφτασαν στον Ιαξάρτη, όπου βρήκαν το δρόμο φραγμένο από τις δυνάμεις των ηγεμόνων της Σας (Τασκένδη) και της Φεργάνα, καθώς και των υπολειμμάτων της σογδιανής εξέγερσης που είχε καταστείλει ο αλ-Χαρασί. Οι Άραβες έστησαν οχυρωμένο στρατόπεδο για την νύχτα, και έκαψαν όλες τις αποσκευές τους, σε αξία ενός εκατομμυρίου ντιρχάμ σύμφωνα με τις πηγές, ως προετοιμασία για τη μάχη. Την επόμενη μέρα, ήδη υποφέρωντας από δίψα και τον εγκλωβισμό τους μεταξύ των Τουργκές και των Υπερωξειανών, οι απελπισμένοι Άραβες κατάφεραν να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές και να διασχίσουν τον ιαξάρτη. Όπως γράφει ο ιστορικός ατ-Ταμπαρί, όταν έφτασαν στη σχετική ασφάλεια του Κουτζάντ, «υποφέρωντας από την πείνα και την εξάντληση, οι άντρες σκόρπισαν σε αταξία». Στο Κουτζάντ η ηγεσία του στρατού παραδόθηκε στον Αμπντ αρ-Ραχμάν ιμπν Ναΐμ αλ-Γαμίντι, που οδήγησε τα υπολείμματα του στρατού στη Σαμαρκάνδη.[14][15][16]
Επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ήττα του αραβικού στρατού, και οι απώλειες που υπέστη, αποτέλεσαν τον καταλύτη για την σχεδόν ολική κατάρρευση της ισλαμικής εξουσίας στην Υπερωξειανή τα επόμενα χρόνια.[15][17][18] Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό H. A. R. Gibb, "ήταν πρακτικά η τελευταία επιθετική εκστρατεία των Αράβων στην Υπερωξειανή για δεκαπέντε χρόνια, αλλά ακόμα μεγαλύτερης σημασίας ήταν το πλήγμα που υπέστη το αραβικό κύρος. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Στο εξής οι Άραβες θα βρίσκονταν στην άμυνα και σταδιακά εκδιώχθηκαν από σχεδόν κάθε επαρχία πέραν του Ώξου."[19] Ο νέος κυβερνήτης, Άσαντ αλ-Κασρί, πέρασε τα επόμενα χρόνια σε συνεχείς εκστρατείες, χωρίς όμως να επιτύχει κάτι το ιδιαίτερο. Ο Άσαντ επιδίωξε επίσης να αποκτήσει την εύνοια των τοπικών ελίτ με την κατάργηση των φόρων από τους ντόπιους προσήλυτους στο Ισλάμ («mawali»), αλλά αυτή η πολιτική ισότητας βρήκε αντίθετους τους ίδιους τους Άραβες εποίκους του Χορασάν, και αναιρέθηκε από τον διάδοχο του Άσαντ, Ασράς ιμπν Αμπντ Αλλάχ ασ-Σουλαμί.[20][21][22] Αυτό οδήγησε σε μια γενική εξέγερση της Υπερωξειανής το 728. Με την βοήθεια των Τουργκές, οι Άραβες εκδιώχθηκαν σχεδόν από ολόκληρη την περιοχή. Η Υπερωξειανή παρέμεινε επίμαχη ζώνη μέχρι τις εκστρατείες του Νασρ ιμπν Σαγιάρ το 739-741, που αποκατέστησε την αραβική εξουσία, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση του χαγανάτου των Τουργκές μετά την δολοφονία του Σουλούκ το 738.[23]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 19, 29–30.
- ↑ Gibb 1923, σελίδες 29–58.
- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 109–110.
- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 125–126.
- ↑ Gibb 1923, σελίδες 61–65.
- ↑ Οι Υεμενίτες ή Καχτανίτες (νότιοι Άραβες), που αποτελούσαν και την πλειοψηφία στο Χορασάν, ήταν αντίζηλοι των βόρειων αραβικών φυλών (επίσης γνωστοί ως Μουδαρίτες, Αντνανίτες, ή Καϊσίτες, από τις κύριες φυλές που τις αποτελούσαν)
- ↑ Ο Χάλιντ αλ-Κασρί αντικατέστησε τον φανατικό υπέρμαχο των βορείων Αράβων, Ουμάρ ιμπν Χουμπάιρα, και θεωρούνταν ως ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στους Υεμενίτες. Hawting (2000), σελ. 82
- ↑ Blankinship 1989, σελίδες 13–14.
- ↑ Blankinship 1994, σελ. 126.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Gibb 1923, σελ. 65.
- ↑ Blankinship 1989, σελίδες 14–15.
- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 126–127.
- ↑ Blankinship 1989, σελ. 15.
- ↑ Blankinship 1989, σελίδες 15–16.
- ↑ 15,0 15,1 Blankinship 1994, σελ. 127.
- ↑ Gibb 1923, σελίδες 65–66.
- ↑ Hawting 2000, σελ. 85.
- ↑ Shaban 1979, σελ. 106.
- ↑ Gibb 1923, σελ. 66.
- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 127–128.
- ↑ Gibb 1923, σελίδες 67–70.
- ↑ Shaban 1979, σελ. 107.
- ↑ Blankinship 1994, σελίδες 128, 176–185.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Blankinship, Khalid Yahya, επιμ. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume 25: The End of Expansion: The Caliphate of Hishām, A.D. 724–738/A.H. 105–120. SUNY series in Near Eastern studies. (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-88706-569-9.
- Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-7914-1827-7.
- Gibb, H. A. R. (1923). The Arab Conquests in Central Asia (στα Αγγλικά). Λονδίνο: The Royal Asiatic Society. OCLC 499987512.
- Hawting, G. R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (2nd Edition) (στα Αγγλικά). Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN 0-415-24072-7.
- Shaban, M. A. (1979). The 'Abbāsid Revolution (στα Αγγλικά). Καίμπριτζ: Cambridge University Press. ISBN 0-521-29534-3.